προανάκριση

προανάκριση
η, Ν
προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από έγγραφη παραγγελία τού εισαγγελέα από ανακριτικό υπάλληλο για βεβαίωση αξιόποινης πράξης, σε αντιδιαστολή προς την τακτική ανάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προανάκρισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προανάκριση — η πρόχειρη, προκαταρκτική ανάκριση, άτυπη συλλογή πληροφοριών πριν από την τακτική ανάκριση: Διατάχτηκε να κάνει προανάκριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • προανακρίνω — ΝΑ [ἀνακρίνω] υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση αρχ. 1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο τού λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως 2. κάνω προανάκριση …   Dictionary of Greek

  • προανακριτικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται στην προανάκριση («προανακριτική διαδικασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προανάκριση. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στα Έγγραφα Βουλής Ελλήνων] …   Dictionary of Greek

  • αγορανομία — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αγορανομικό έλεγχο (δηλ. την εποπτεία της ομαλής και σύμφωνα με τους νόμους κίνησης της αγοράς). Ο έλεγχος αυτός που περιλαμβάνει τη διαπίστωση και προανάκριση των αγορανομικών αδικημάτων καθώς και γενικότερα …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”